Μελεάγρου

Μελεάγρου
Μελέαγρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελεάγρου — μελέαγρον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηδύλος — (3oς αι. π.Χ.).Αθηναίος επιγραμματοποιός. Έγραψε πλήθος επιγραμμάτων, στα περισσότερα από τα οποία εξυμνεί το κρασί. Ορισμένα από αυτά υπήρχαν στη συλλογή του Μελέαγρου, που είχε καταρτιστεί το 80 π.Χ. με τον τίτλο Στέφανος, ενώ έντεκα που… …   Dictionary of Greek

  • ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …   Dictionary of Greek

  • θρασυμέμνων — θρασυμέμνων, ονος,ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τού Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»] …   Dictionary of Greek

  • πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Αλθαία — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Θεστίου και της Ευρυθέμιδας, αδελφή της Λήδας. Πήρε σύζυγό της τον βασιλιά της Καλυδώνας, Οινέα, με τον οποίο απέκτησε τέσσερις γιους, τον Τοξέα, τον Θηρέα, τον Κλύμενο και τον Μελέαγρο, και δύο κόρες, τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλκυόνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. Αναφέρονται και με το όνομα Αλκυών. 1. Κόρη του Αιόλου και της Αιγιάλης. Παντρεύτηκε τον Κήυκα, βασιλιά της Τραχινίας, αλλά μεταμορφώθηκε σε πουλί (αλκυόνη) και o Κήυκας σε γλάρο, επειδή ήταν τόσο ευτυχισμένοι ο ένας …   Dictionary of Greek

  • Γάδαρα — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, που ήταν χτισμένη ΝΑ της λίμνης Τιβεριάδας. Κυριεύτηκε το 218 π.Χ. από τον Αντίοχο τον Μεγάλο, στη συνέχεια όμως την ανακατέλαβε ο παλιός της άρχοντας Αλέξανδρος Ιανός. Το 30 π.Χ., ο Οκτάβιος την παραχώρησε μαζί με τη …   Dictionary of Greek

  • Γόργη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινέα και της Αλθαίας, κόρης του Θεστίου. Πολέμησε εναντίον των Κουρήτων όταν πολιόρκησαν την Καλυδώνα. Ήταν αδελφή του Κλυμένη, του Μελέαγρου, του Θυρέα και της Δηιάνειρας. Έγινε σύζυγος του Ανδραίμονα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”